- χύνω
- ΝΜΑ, και χύννω ΜΑ(σχετικά με υγρό) αφήνω να ρεύσει, να πέσει προς τα έξω ή προς τα κάτωνεοελλ.1. (σχετικά με υλικά) αφήνω να πέσει, σκορπίζω («έχυσες το στάρι»)2. (σχετικά με μέταλλα) ρευστοποιώ, λειώνω, χυτεύω3. (σχετικά με διάφορα αντικείμενα) κατασκευάζω με λειωμένο υλικό χρησιμοποιώντας μήτρα (α. «χύνει κεριά» β. «χύνω γυαλικά»)4. (σχετικά με εξανθήματα διαφόρων νόσων) εμφανίζω, βγάζω («έχυσε την ιλαρά»)5. εκσπερματίζω κατά τον οργασμό6. μέσ. χύνομαια) (για ποταμό) εκβάλλω («ο Αξιός χύνεται στον Θερμαϊκό»)β) κινούμαι ορμητικά, ορμώ, χυμώ (α. «χύθηκε εναντίον του» β. «χύθηκε στην αγκαλιά της»)7. φρ. α) «χύνω λάδι στη φωτιά»(σχετικά με διαμάχη) παροξύνω, επιτείνωβ) «χύνει φαρμάκι η γλώσσα του»μτφ. είναι φαρμακόγλωσσος8. παροιμ. «χύθηκε το λάδι μας μέσα στο τηγάνι μας» — η ζημιά ήταν πολύ μικρήνεοελλ.-μσν.φρ. «χύνω δάκρυα» — κλαίω.[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού ρ. χέω*, σχηματισμένος από τη μηδενισμένη βαθμίδα τής ρίζας τού ρ., ο οποίος απαντά στην Αρχαία μόνο σε σύνθετα ρ. Στη Νέα Ελληνική ο τ. χύνω έχει επικρατήσει αντί τού χέω και έχει προέλθει από τον παθ. αόρ. ἐχύθην τού χέω, κατά το σχήμα ἐπλύθην: πλύνω].
Dictionary of Greek. 2013.